- ἱπποκενταύρου
- ἱπποκένταυροςhorse-centaurmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπποκενταυρότης — ἱπποκενταυρότης, ἡ (Α) [ιπποκένταυρος] η ιδιότητα τού ιπποκενταύρου* … Dictionary of Greek